ΠΕΛΛΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ - TO ΑΝΑΚΤΟΡΟ ΤΗΣ ΠΕΛΛΑΣ

Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΑΝΑΚΤΟΡΟΥ - Το Κτήριο Ι

Η κάτοψή του μοιάζει με αυτές των ιδιωτικών οικιών των μακεδονικών πόλεων. Καλύπτει επιφάνεια 7500 τ.μ. περίπου και αποτελείται από μεγάλη κεντρική αυλή και λίθινο περιστύλιο με δωρικούς κίονες και στοές στις τέσσερις πλευρές. Πίσω από τις στοές ανοίγονται χώροι με διαφορετικό χαρακτήρα και χρήση.  

Το κτίριο είναι κτισμένο σε άνδηρο, ψηλότερα από αυτό του προπύλου, το οποίο ακολουθεί το φυσικό ανάγλυφο του λόφου που παρουσιάζει κλίση από ΒΑ προς ΝΔ.  

Στην κεντρική, περίστυλη αυλή, εμβαδού 900 τ.μ., υπάρχουν θεμελιώσεις τριών πεταλόσχημων κατασκευών διαφορετικού μεγέθους, στα Ν, στα Α και τα Δ, που έχουν ερμηνευθεί ως εξέδρες, με το άνοιγμά τους προς το κέντρο, όπου διατηρείται το θεμέλιο ορθογώνιου βωμού.

Τέσσερις στοές πλαισιώνουν το περιστύλιο και την αυλή. Οι τρεις από τις στοές (Α, Δ και Ν) έχουν πλάτος 6μ. ενώ η βόρεια είναι κατά 3 μέτρα βαθύτερη. Στη βόρεια στοά εντύπωση προκαλεί το πλάτος της θεμελίωσης του τοιχοβάτη, πλάτους 2,5μ., σχεδόν διπλάσιο από των άλλων τοίχων, λόγω του αυξημένου βάρους στέγης, αλλά και λόγω πιθανής ύπαρξης κλίμακας ανόδου από το δάπεδο της στοάς προς τα επίσημα δωμάτια που βρίσκονταν σε ψηλότερο επίπεδο. Ανάμεσα στον στυλοβάτη και τον τοιχοβάτη υπάρχει θεμελίωση πλάτους 0,60-1,0μ. και μήκους 30,5μ. που έχει ερμηνευθεί ως πόδιο για την τοποθέτηση αγαλμάτων και τριπόδων.

Τα επίσημα δωμάτια του κτηρίου βρίσκονταν πίσω από τη βόρεια στοά, όπου εκτός του τοιχοβάτη εντοπίστηκαν και άλλοι τρεις τοίχοι με διεύθυνση Α-Δ.  Ο βόρειος εξωτερικός τοίχος του κτηρίου είχε και αναλημματική λειτουργία, όπως προδίδει η ισχυρότατη τοιχοδομία του πλάτους 2,20μ. Ο δεύτερος τοίχος, που σήμερα διαιρεί τα δωμάτια σε άνισους χώρους, φαίνεται ότι είναι μεταγενέστερος -ίσως βυζαντινός- και έχει εντοιχισμένα πολλά τμήματα αρχιτεκτονικών μελών. Πιθανότατα κατασκευάστηκε επάνω σε πρωιμότερο τοίχο, που χρονολογείται στην αρχική φάση του κτηρίου.  Νοτιότερα του μεταγενέστερου αυτού τοίχου εντοπίστηκε θεμελίωση τοίχου σε πολύ αποσπασματική κατάσταση, που πρέπει να κατασκευάστηκε σε μεταγενέστερη φάση, όταν ακυρώθηκε ο πρωιμότερος και οικοδομήθηκε για τη δημιουργία δύο άνισων χώρων, έναν μικρότερο μπροστά και έναν μεγαλύτερο, 17,7 Χ 22μ., πίσω. Ο μεγάλος αυτός χώρος ταυτίζεται με τον Ανδρώνα, την αίθουσα ακροάσεων, συμβουλίων και άλλων λειτουργιών, πολιτικού, διοικητικού αλλά και κοινωνικού χαρακτήρα, καθώς χρησιμοποιούνταν επίσης για τη παράθεση επίσημων συμποσίων. Εκατέρωθεν του Ανδρώνα υπήρχε από ένα δωμάτιο με ενδείξεις για ύπαρξη κλίμακας προς τον όροφο. Στην ύπαρξη ορόφου συνηγορεί ο εντοπισμός αρκετών αρχιτεκτονικών μελών ιωνικού ρυθμού, που συνήθως απαντά στον όροφο, αλλά και ένα μικρό δωμάτιο στην ΒΑ γωνία του κτιρίου  σε πολύ υψηλότερη στάθμη από τον Ανδρώνα (περί τα 2,5μ.). Για την αποκατάσταση του Ανδρώνα κατά την τελευταία φάση του κτηρίου έχουν δημοσιευτεί και άλλες προτάσεις. 

Στην ανατολική και τη δυτική στοά υπήρχαν χώροι των οποίων η κάτοψη δεν είναι σαφής, καθώς οι ενδιάμεσοι τοίχοι σώζονται σε πολύ αποσπασματική κατάσταση. Στη δυτική στοά υπάρχουν χώροι που εξυπηρετούσαν τόσο το κτήριο Ι όσο και το ανάλογό του προς τα δυτικά κτήριο ΙΙ. Κατά τον ίδιο τρόπο, η αποσπασματικής διατήρησης μεγάλη αψιδωτή κατασκευή (με ακτίνα μεγαλύτερη των 15 μ.), στραμμένη προς τα δυτικά, εξυπηρετούσε ανάγκες του Κτηρίου ΙΙ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μικρή ορθογώνια αυλή στο ΒΔ τμήμα του κτηρίου, που χρησίμευε  για τη διευκόλυνση της επικοινωνίας με το Κτήριο ΙΙ δυτικά και το Κτήριο ΙV βόρεια. 

Η νότια πτέρυγα οικοδομήθηκε σε επιχώσεις και διατηρείται σε αποσπασματική κατάσταση. Δεν διατηρήθηκαν οι τοίχοι των χώρων της. 

Το Κτήριο Ι κατασκευάστηκε ως τμήμα του ανακτορικού συγκροτήματος γύρω στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. από τον Φίλιππο Β΄.  Στα χρόνια του Κασσάνδρου και κυρίως του Αντιγόνου Γονατά υπέστη σοβαρές και μεγάλης έκτασης μετασκευές. Στη διάρκεια της λειτουργίας του, το ανάκτορο ασφαλώς υπέστη και άλλες, μικρότερης κλίμακας, αλλαγές που, όμως, δεν είναι δυνατόν πλέον να ανιχνευθούν. Η κατανόηση των φάσεων μετεξέλιξης του κτηρίου Ι και η  διάκριση των τοίχων της παλιότερης φάσης του, των μέσων του 4ου αι. π.Χ., από τους νεότερους, του α΄ μισού του 3ουαι. π.Χ. τις περισσότερες φορές στηρίχτηκε σε κατασκευαστικές λεπτομέρειες, ελλειπόντων των ανασκαφικών δεδομένων.

Φορείς Υλοποίησης

 

Ανάκτορο Πέλλας © 2021 – All Rights Reserved

Web Design & Development by Not The Same